Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Το τάπερ με τα κεφτεδάκια



Tης Μαρίας Γρηγοροπούλου

Ραψωδία ε

Δίας (πηγαίνοντας περά δώθε σκεφτικός, σκυφτός, με το χέρι στο πηγούνι):

«Ωχ πιά!! Πεισματάρα κι αυτή η Καλυψώ!! Δεν αφήνει τον άνθρωπο (Οδυσσέα) να φύγει να πάει στην Πηνελοπίτσα του... Σου πετάει ένα «Όχι!! Όχι!! Όχι!! δε θέλω να αφήσω τον Οδυσσέα να φύγει! Περνάμε τόσο ωραία τα δυό μας…χι,χι…». Ε, λοιπόν φτάνει πια!! Άκου κει, και χι,χι,…! Ερμή, βάλε αμέσως τα γρήγορα χρυσά φτερά σου (ξέρεις αυτά με τις αεροτομές που σου χάρισα φέτος) και τρέχα! Τρέχα στην Καλυψώ να της πεις ότι την προστάζω ν’ αφήσει πια τον Οδυσσέα να φύγει, να γυρίσει σπίτι του στην Ιθάκη. Α! και που ‘σαι, χωρίς βοήθειες και άλλα τέτοια κόλπα! Μόνος του πρέπει να τα καταφέρει. Ακούς; Μόνος του».

Η Καλυψώ θυμώνει και πικραίνεται πολύ με τα νέα αυτά, αλλά τι να κάνει… Το παίρνει απόφαση. Όσο για τον Οδυσσέα θαρρώ πως ακόμη τρέχει, χοροπηδά και φωνάζει δυνατά

«Γυρίζω στην πατρίδα!! Γιουχου! Γυρίζω στην αγαπημένη μου γυναικούλα! Αχ!!Πηνελόπη…!!».

Η Καλυψώ ωστόσο δεν μπορεί να αντισταθεί σε έναν ακόμη πειρασμό (Βλέπεις δεν αλλάζει ο άνθρωπος!). Να βοηθήσει τον Οδυσσέα, παρά τις εντολές του Δία για το αντίθετο. Έτσι, να ‘σου τα ταπεράκια με τα κεφτεδάκια και τη σπανακόπιτα, ψωμί ζυμωτό και ώριμες λαχταριστές ντομάτες. Νερό μπόλικο (γιατί η αλμύρα της θάλασσας φέρνει τρελή δίψα) και φρούτα, πολλά λαχταριστά φρούτα εποχής. Και φυσικά εργαλεία κάθε λογής για την κατασκευή μιας ξύλινης γερής σχεδίας, και ακόμη χάρτες, πολλούς χάρτες για να μην χάσει το δρόμο του ο Οδυσσέας στη θάλασσα.

Κάπως έτσι, συνεχίζει λοιπόν το μακρινό ταξίδι του ο Οδυσσέας για την Ιθάκη. Έλα όμως που μετά από δεκαεφτά ολόκληρες μέρες καταμεσής στη θάλασσα, κι ενώ τα κεφτεδάκια κοντεύουν να τελειώσουν, τον παίρνει χαμπάρι ο Ποσειδώνας και διατάζει τα κύματα σε άγριο, τρελό χορό… Μεγάλη θαλασσοταραχή σου λέει… Άσπρισε η θάλασσα από το κύμα! Τα ψάρια και τ’ άλλα πλάσματα της θάλασσας κρύφτηκαν στο βυθό άρον άρον! Η σχεδία του Οδυσσέα θαλασσοδέρνεται σαν καρυδότσουφλο. Και κρακ από δω κρακ από κει, χάνει την αναμέτρηση με τα κύματα και διαλύεται. Ίσα που κι ο ίδιος προλαβαίνει να βγάλει τα ρούχα του όπως όπως και να γαντζωθεί γερά από ένα δοκάρι, απομεινάρι της σχεδίας του (ευτυχώς γερό ακόμη). Κι αν δεν ήτανε το θεόσταλτο σωσίβιο μαντίλι; Aστα! Παρέα με τις γοργόνες και λοιπούς στο βυθό της θάλασσας θα ήταν τώρα ο Οδυσσέας… Πάλεψε όμως, αγωνίστηκε με όλες τις δυνάμεις του… Βλέπεις είχε στόχο. Την πατρίδα… Έ! Εντάξει! Έβαλε και λίγο το χεράκι της η θεά Αθηνά να ημερέψει λίγο η θάλασσα, (που μεταξύ μας εντωμεταξύ είχε κουραστεί κούνα κούνα τη σχεδία), και με τα πολλά, να σου ο Οδυσσέας στη στεριά, στη χώρα των Φαιάκων. Γυμνός, κατάκοπος, διψασμένος κι εξαθλιωμένος. Με γαλήνη στην ψυχή ωστόσο… Ήταν η ώρα για έναν γερό, γλυκό, ύπνο, να απαλύνει τις πληγές του. Και ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις του. Έτσι κι έκανε…

Δεν υπάρχουν σχόλια: