Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Το κομμάτι του ξένου


Της Κατερίνας
Η μεγάλη ώρα έφτασε! Όλοι καθισμένοι γύρω από το τραπέζι και στη μέση στολισμένη η βασιλόπιτα! Όλη την χρονιά περίμενε ο Δημητράκης. Ήταν σίγουρος, φέτος θα τύχαινε στο κομμάτι του εκείνο το λαμπερό φλουρί. Αγιοκωνσταντινάτο! Και μόνο η λέξη του φαίνονταν φανταστική.

Σώπασαν οι γιορτινές κουβέντες και απλώθηκε ησυχία ιερή. Με ευλάβεια την πήρε μπροστά του και τη σταύρωσε ο κ. Αλέξανδρος ο νοικοκύρης. Τότε ξεκίνησε με καθαρή φωνή, «Του Χριστού…», «της Παναγίας…», «του Αγίου Βασιλείου», «Του φτωχού και του ξένου…»

Παράδοση από τα παιδικά χρόνια ήταν και την είχε κρατήσει ο κ. Αλέξανδρος. Έτσι του ‘μαθε ο δικός του ο πατέρας έτσι ήθελε να μάθει κι αυτός στα παιδιά του. Τα πρώτα κομμάτια ανήκαν στον Θεό, τους αγίους του και τους «σταλμένους από αυτόν» όπως έλεγε η μάνα του. Και μετά η αγωνία μεγάλωσε καθώς ακούγονταν τα ονόματα τους ένα ένα με πρώτον τον νοικοκύρη... Πήρε ο Δημητράκης το κομμάτι του. Έσκαψε αλλά τίποτα δεν γυάλισε στο βάθος. Σα να συννέφιασε το παιδικό του πρόσωπο. Χαρούμενη ακούστηκε τότε η φωνή της μάνας! «του ξένου! στο κομμάτι του ξένου φέτος! Καλή χρονιά»!

Πως δεν έβαλε τα κλάματα εκεί μπροστά ο Δημητράκης ούτε που το κατάλαβε. Σκέφτηκε τι άσχημη λέξη ήταν αυτή, εδώ του κάθονταν. Να πάρει αυτός ο «ξένος» το αγιοκωνσταντινάτο του δεν το χώραγε ο νους του, μα πιότερο η καρδιά του. Οι ξένοι…η κ. Μάτα που ερχόταν και βοηθούσε τη μαμά στο σπίτι, ο κ. Γιούρι που καθάριζε το σχολείο, ο Χουάν που ήθελε να κάνουν παρέα. Οι ξένοι να πάρουν το φλουρί του! Ναι τους συμπαθούσε σαν δεν τον ενοχλούσαν, αλλά αυτό παραπάει.

Έπιασε η μητέρα με το βλέμμα της τον μικρό. Τον πήρε στην αγκαλιά της. Όλα της τα ’πε για τους παλιοξένους, τους φτωχούς και βρώμικους, που του πήραν το φλουρί του φέτος! «Να πάνε αλλού! Και κανένας από αυτούς να μην ξαναπατήσει σπίτι ούτε η φίλη του η ..............» Φώναξε και έφυγε από κοντά της.

Στάθηκε μπροστά στο δέντρο. Αυτό έκανε κι όταν γυρνούσε φουρτουνιασμένος από το σχολείο. Γεμάτο φωτάκια που παιχνίδιζαν πάνω στις μπαλίτσες και τους έδιναν τόσο παράξενα χρώματα. Πόσο του άρεσαν τα μικροσκοπικά ζωάκια, οι καλοσυνάτοι βοσκοί, οι φανταχτεροί μάγοι... του άρεσε να κάθεται να την κοιτά και βάζει χίλια δυο στο νου… πως ζούσε λέει τότε και βρέθηκε εκεί και ζέστανε το μικρό Χριστούλη με το μπουφάν του, αυτό το κίτρινο που του άρεσε πολύ...

Ήρθε και η μητέρα δίπλα μα όχι για να του μιλήσει. Σιωπηλά πήρε τη φάτνη άνοιξε την πόρτα και την ακούμπησε έξω από το σπίτι. «Τόσες μέρες έχουμε ένα ξένο εδώ. Καλύτερα να τον βγάλουμε έξω», αποκρίθηκε. Απόρησε ο Δημήτρης, τέτοια αστεία δεν έκανε η μητέρα ποτέ. «Δημητράκη κι Εκείνος ξένος ήρθε, και τότε δεν τον δέχτηκε κανείς. Αφού, λοιπόν, δε θέλεις ξένους εδώ, θα τον βγάλουμε έξω». Ντράπηκε ο Δημήτρης. Αγκάλιασε στοργικά τη φάτνη και την έφερε μέσα. Τώρα πια γι’ αυτόν κανένας δεν ήταν ξένος.





1 σχόλιο:

Para-Mythou είπε...

Τι όμορφη ιστορία. Και τι ωραία που το χειρίστηκε το θέμα η μητέρα.